Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γόνιμος
γόνος
γονυπετέω
γονυπετής
γόνυ
γόος
Γόργειος
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
Γοργοφόνος
γοργωπός
Γοργώ
γουνάζομαι
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γοῦν
View word page
γοργόομαι
γοργόομαι Pass. to be hot or spirited, of a horse, Xen.
ShortDef
to be hot
Debugging
Headword:
γοργόομαι
Headword (normalized):
γοργόομαι
Headword (normalized/stripped):
γοργοομαι
IDX:
7040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7044
Key:
gorgo/omai
Data
{'content': 'γοργόομαι\n Pass. to be hot or spirited, of a horse, Xen.', 'key': 'gorgo/omai'}