Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γόμος
γομόω
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γομφωτήρ
γονεύς
γονή
View word page
γόμος
γόμος γέμω a shipʼs freight, burden, tonnage, Hdt., Dem. a beastʼs load, Babr.

ShortDef

a ship's freight, burden, tonnage

Debugging

Headword:
γόμος
Headword (normalized):
γόμος
Headword (normalized/stripped):
γομος
IDX:
7018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7022
Key:
go/mos

Data

{'content': 'γόμος\n γέμω\n a shipʼs freight, burden, tonnage, Hdt., Dem.\n a beastʼs load, Babr.', 'key': 'go/mos'}