Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γόμος
γομόω
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γομφωτήρ
γονεύς
View word page
γοῖ
γοῖ γοῖ, γοῖ, to imitate the sound of pigs grunting, Anth.
ShortDef
grunting
Debugging
Headword:
γοῖ
Headword (normalized):
γοῖ
Headword (normalized/stripped):
γοι
IDX:
7017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7021
Key:
goi=
Data
{'content': 'γοῖ\n γοῖ, γοῖ, to imitate the sound of pigs grunting, Anth.', 'key': 'goi='}