Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γόμος
γομόω
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
View word page
γοητεύω
γοητεύω γόης to bewitch, beguile, Plat.

ShortDef

to bewitch, beguile

Debugging

Headword:
γοητεύω
Headword (normalized):
γοητεύω
Headword (normalized/stripped):
γοητευω
IDX:
7014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7018
Key:
gohteu/w

Data

{'content': 'γοητεύω\n γόης\n to bewitch, beguile, Plat.', 'key': 'gohteu/w'}