Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γόμος
γομόω
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφοπαγής
View word page
γόης
γόης γοάω one who howls out enchantments, a sorcerer, enchanter, Hdt., Eur.; γόησι καταείδοντες charming by means of sorcerers, Hdt. a juggler, cheat, Plat., Dem.

ShortDef

one who howls out enchantments, a sorcerer, enchanter

Debugging

Headword:
γόης
Headword (normalized):
γόης
Headword (normalized/stripped):
γοης
IDX:
7012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7016
Key:
go/hs

Data

{'content': 'γόης\n γοάω\n one who howls out enchantments, a sorcerer, enchanter, Hdt., Eur.; γόησι καταείδοντες charming by means of sorcerers, Hdt.\n a juggler, cheat, Plat., Dem.', 'key': 'go/hs'}