Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γόμος
γομόω
γομφιόδουπος
γομφίος
View word page
γοερός
γοερός γόος of things, mournful, lamentable, Aesch., Eur. of persons, lamenting, Eur.

ShortDef

mournful, lamentable

Debugging

Headword:
γοερός
Headword (normalized):
γοερός
Headword (normalized/stripped):
γοερος
IDX:
7011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7015
Key:
goero/s

Data

{'content': 'γοερός\n γόος\n of things, mournful, lamentable, Aesch., Eur.\n of persons, lamenting, Eur.', 'key': 'goero/s'}