Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γνῶσις
γνωστέος
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γόμος
γομόω
View word page
γογγυσμός
γογγυσμός γογγύζω a murmuring, NTest.
ShortDef
a murmuring
Debugging
Headword:
γογγυσμός
Headword (normalized):
γογγυσμός
Headword (normalized/stripped):
γογγυσμος
IDX:
7009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7013
Key:
goggusmo/s
Data
{'content': 'γογγυσμός\n γογγύζω\n a murmuring, NTest.', 'key': 'goggusmo/s'}