Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστέος
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνωστέος
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
γόης
γοητεία
View word page
γνωστικός
γνωστικός γιγνώσκω good at knowing: ἡ -κή (sc. δύναμις) the faculty of knowing, Plat.

ShortDef

good at knowing

Debugging

Headword:
γνωστικός
Headword (normalized):
γνωστικός
Headword (normalized/stripped):
γνωστικος
IDX:
7003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7007
Key:
gnwstiko/s

Data

{'content': 'γνωστικός\n γιγνώσκω\n good at knowing: ἡ -κή (sc. δύναμις) the faculty of knowing, Plat.', 'key': 'gnwstiko/s'}