Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γνωμοτύπος
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστέος
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνωστέος
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
γοερός
View word page
γνωστήρ
γνωστήρ γιγνώσκω one that knows: a surety, Lat. cognitor, Xen.

ShortDef

one that knows: a surety

Debugging

Headword:
γνωστήρ
Headword (normalized):
γνωστήρ
Headword (normalized/stripped):
γνωστηρ
IDX:
7001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7005
Key:
gnwsth/r

Data

{'content': 'γνωστήρ\n γιγνώσκω\n one that knows: a surety, Lat. cognitor, Xen.', 'key': 'gnwsth/r'}