Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστέος
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνωστέος
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
γογγύλος
γογγυσμός
γογγυστής
View word page
γνωστέος
γνωστέος verb. adj. of γιγνώσκω. one must know, Plat.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γνωστέος
Headword (normalized):
γνωστέος
Headword (normalized/stripped):
γνωστεος
IDX:
7000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7004
Key:
gnwste/os
Data
{'content': 'γνωστέος\n verb. adj. of γιγνώσκω.\n one must know, Plat.', 'key': 'gnwste/os'}