Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γνωμολογία
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστέος
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνωστέος
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστός
γνωτός
γοάω
γογγύζω
View word page
γνωριστέος
γνωριστέος verb. adj. of γνωρίζω. one must know, Arist.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γνωριστέος
Headword (normalized):
γνωριστέος
Headword (normalized/stripped):
γνωριστεος
IDX:
6997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7001
Key:
gnwriste/os
Data
{'content': 'γνωριστέος\n verb. adj. of γνωρίζω.\n one must know, Arist.', 'key': 'gnwriste/os'}