Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
ἀγαλλίασις
View word page
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιία from ἀγαθοποιός well doing, NTest.
ShortDef
well doing
Debugging
Headword:
ἀγαθοποιία
Headword (normalized):
ἀγαθοποιία
Headword (normalized/stripped):
αγαθοποιια
IDX:
70
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n70
Key:
a)gaqopoii/a
Data
{'content': 'ἀγαθοποιία\n from ἀγαθοποιός\n well doing, NTest.', 'key': 'a)gaqopoii/a'}