Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γνόφος
γνύξ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμη
γνωμίδιον
γνωμολογέω
γνωμολογία
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστέος
γνωσιμαχέω
γνῶσις
γνωστέος
View word page
γνωμοτυπικός
γνωμοτυπικός clever at coining maxims, Ar.
ShortDef
clever at coining maxims
Debugging
Headword:
γνωμοτυπικός
Headword (normalized):
γνωμοτυπικός
Headword (normalized/stripped):
γνωμοτυπικος
IDX:
6990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6994
Key:
gnwmotupiko/s
Data
{'content': 'γνωμοτυπικός\n clever at coining maxims, Ar.', 'key': 'gnwmotupiko/s'}