Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γνήσιος
γνόφος
γνύξ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμη
γνωμίδιον
γνωμολογέω
γνωμολογία
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
γνωριστέος
γνωσιμαχέω
γνῶσις
View word page
γνωμοσύνη
γνωμοσύνη γνώμων prudence, judgment, Solon.
ShortDef
prudence, judgment
Debugging
Headword:
γνωμοσύνη
Headword (normalized):
γνωμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
γνωμοσυνη
IDX:
6989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6993
Key:
gnwmosu/nh
Data
{'content': 'γνωμοσύνη\n γνώμων\n prudence, judgment, Solon.', 'key': 'gnwmosu/nh'}