Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γνάθος
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνόφος
γνύξ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμη
γνωμίδιον
γνωμολογέω
γνωμολογία
γνωμονικός
γνωμοσύνη
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνώρισις
γνώρισμα
View word page
γνωμολογέω
γνωμολογέω λόγος to speak in maxims, Arist.

ShortDef

to speak in maxims

Debugging

Headword:
γνωμολογέω
Headword (normalized):
γνωμολογέω
Headword (normalized/stripped):
γνωμολογεω
IDX:
6986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6990
Key:
gnwmologe/w

Data

{'content': 'γνωμολογέω\n λόγος\n to speak in maxims, Arist.', 'key': 'gnwmologe/w'}