Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλῶσσα
γλωσσόκομον
γλωττίς
γλωχίν
γναθμός
γνάθος
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνόφος
γνύξ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμη
γνωμίδιον
γνωμολογέω
γνωμολογία
γνωμονικός
γνωμοσύνη
View word page
γνήσιος
γνήσιος γένος of or belonging to the race, i. e. lawfully begotten, legitimate, opp. to νόθος, Hom.; φρονεῖν γνήσια to have a noble mind, Eur.; γν. γυναῖκες lawful wives, opp. to παλλακίδες, Xen.; γν. τῆς Ἑλλάδος true sons of Greece, Dem.:—adv. -ίως, lawfully, really, truly, Eur.

ShortDef

(born in wedlock); genuine, legitimate

Debugging

Headword:
γνήσιος
Headword (normalized):
γνήσιος
Headword (normalized/stripped):
γνησιος
IDX:
6979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6983
Key:
gnh/sios

Data

{'content': 'γνήσιος\n γένος\n of or belonging to the race, i. e. lawfully begotten, legitimate, opp. to νόθος, Hom.; φρονεῖν γνήσια to have a noble mind, Eur.; γν. γυναῖκες lawful wives, opp. to παλλακίδες, Xen.; γν. τῆς Ἑλλάδος true sons of Greece, Dem.:—adv. -ίως, lawfully, really, truly, Eur.', 'key': 'gnh/sios'}