Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλύφανος
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλῶσσα
γλωσσόκομον
γλωττίς
γλωχίν
γναθμός
γνάθος
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνόφος
γνύξ
γνῶμα
γνωματεύω
γνώμη
γνωμίδιον
View word page
γναθμός
γναθμός the jaw, poet. form of γνάθος, Hom.; also in pl., Od.: metaph., γναθμοὶ φαρμάκων the gnawing of poison, Eur.; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι, v. ἀλλότριος.

ShortDef

the jaw

Debugging

Headword:
γναθμός
Headword (normalized):
γναθμός
Headword (normalized/stripped):
γναθμος
IDX:
6975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6979
Key:
gnaqmo/s

Data

{'content': 'γναθμός\n the jaw, poet. form of γνάθος, Hom.; also in pl., Od.: metaph., γναθμοὶ φαρμάκων the gnawing of poison, Eur.; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι, v. ἀλλότριος.', 'key': 'gnaqmo/s'}