γναθμός
the jaw, poet. form of γνάθος, Hom.; also in pl., Od.: metaph., γναθμοὶ φαρμάκων the gnawing of poison, Eur.; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι, v. ἀλλότριος.
{'content': 'γναθμός\n the jaw, poet. form of γνάθος, Hom.; also in pl., Od.: metaph., γναθμοὶ φαρμάκων the gnawing of poison, Eur.; for ἀλλοτρίοις γναθμοῖσι, v. ἀλλότριος.', 'key': 'gnaqmo/s'}