Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτός
γλύφανος
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλῶσσα
γλωσσόκομον
γλωττίς
γλωχίν
γναθμός
γνάθος
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνόφος
γνύξ
γνῶμα
View word page
γλωσσόκομον
γλωσσόκομον γλῶσσα III, κομέω a case for the mouthpiece of a pipe: generally, a case, casket, NTest.

ShortDef

a case for the mouthpiece of a pipe

Debugging

Headword:
γλωσσόκομον
Headword (normalized):
γλωσσόκομον
Headword (normalized/stripped):
γλωσσοκομον
IDX:
6972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6976
Key:
glwsso/komon

Data

{'content': 'γλωσσόκομον\n γλῶσσα III, κομέω\n a case for the mouthpiece of a pipe: generally, a case, casket, NTest.', 'key': 'glwsso/komon'}