Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλυκύς
γλυκύτης
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτός
γλύφανος
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλῶσσα
γλωσσόκομον
γλωττίς
γλωχίν
γναθμός
γνάθος
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνόφος
View word page
γλώσσαλγος
γλώσσαλγος γλῶσσα, ἄλγος talking till oneʼs tongue aches.

ShortDef

talking till one's tongue aches

Debugging

Headword:
γλώσσαλγος
Headword (normalized):
γλώσσαλγος
Headword (normalized/stripped):
γλωσσαλγος
IDX:
6970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6974
Key:
glw/ssalgos

Data

{'content': 'γλώσσαλγος\n γλῶσσα, ἄλγος\n talking till oneʼs tongue aches.', 'key': 'glw/ssalgos'}