Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλυκύκαρπος
γλυκύμηλον
γλυκυμείλιχος
γλυκυμυθέω
γλυκύμυθος
γλυκύπαις
γλυκυπάρθενος
γλυκύς
γλυκύτης
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτός
γλύφανος
γλυφίς
γλύφω
γλώξ
γλωσσαλγία
γλώσσαλγος
γλῶσσα
γλωσσόκομον
γλωττίς
View word page
γλύπτης
γλύπτης γλύφω a carver, sculptor, Anth.

ShortDef

a carver, sculptor

Debugging

Headword:
γλύπτης
Headword (normalized):
γλύπτης
Headword (normalized/stripped):
γλυπτης
IDX:
6963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6967
Key:
glu/pths

Data

{'content': 'γλύπτης\n γλύφω\n a carver, sculptor, Anth.', 'key': 'glu/pths'}