Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλυκαίνω
γλυκερόχρως
γλυκύδακρυς
γλυκύδωρος
γλυκυηχής
γλυκυθυμία
γλυκύθυμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμηλον
γλυκυμείλιχος
γλυκυμυθέω
γλυκύμυθος
γλυκύπαις
γλυκυπάρθενος
γλυκύς
γλυκύτης
γλυπτήρ
γλύπτης
γλυπτός
γλύφανος
γλυφίς
View word page
γλυκυμυθέω
γλυκυμυθέω from γλυκύμυθος to speak sweetly.

ShortDef

to speak sweetly

Debugging

Headword:
γλυκυμυθέω
Headword (normalized):
γλυκυμυθέω
Headword (normalized/stripped):
γλυκυμυθεω
IDX:
6956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6960
Key:
glukumuqe/w

Data

{'content': 'γλυκυμυθέω\n from γλυκύμυθος\n to speak sweetly.', 'key': 'glukumuqe/w'}