Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰβοῖ
αἴγαγρος
Αἰγαῖος
Αἰγαίων
αἰγανέη
Αἴγειος
αἴγειος
αἴγειρος
αἰγελάτης
αἴγεος
αἰγιαλίτης
αἰγιαλός
αἰγίβοσις
αἰγιβότης
αἰγίβοτος
αἰγίθαλλος
αἰγίκνημος
αἰγικορεῖς
αἰγίλιψ
αἴγιλος
Αἰγιναίη
View word page
αἰγιαλίτης
αἰγιαλίτης from αἰγιαλός one who haunts the shore, Anth.

ShortDef

one who haunts the shore

Debugging

Headword:
αἰγιαλίτης
Headword (normalized):
αἰγιαλίτης
Headword (normalized/stripped):
αιγιαλιτης
IDX:
696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n696
Key:
ai)giali/ths

Data

{'content': 'αἰγιαλίτης\n from αἰγιαλός\n one who haunts the shore, Anth.', 'key': 'ai)giali/ths'}