Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλουτός
γλυκαίνω
γλυκερόχρως
γλυκύδακρυς
γλυκύδωρος
γλυκυηχής
γλυκυθυμία
γλυκύθυμος
γλυκύκαρπος
γλυκύμηλον
View word page
γλοιός
γλοιός as noun, any glutinous substance, gluten, gum, γλ. ἀπὸ τῆς ὕλης tree- gum, Hdt. as adj. slippery, knavish, Ar.
ShortDef
any glutinous substance, gluten, gum
Debugging
Headword:
γλοιός
Headword (normalized):
γλοιός
Headword (normalized/stripped):
γλοιος
IDX:
6944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6948
Key:
gloio/s
Data
{'content': 'γλοιός\n as noun, any glutinous substance, gluten, gum, γλ. ἀπὸ τῆς ὕλης tree- gum, Hdt.\n as adj. slippery, knavish, Ar.', 'key': 'gloio/s'}