Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλουτός
γλυκαίνω
γλυκερόχρως
γλυκύδακρυς
γλυκύδωρος
γλυκυηχής
γλυκυθυμία
View word page
γλίσχρων
γλίσχρων from γλίσχρος a niggard, Ar.

ShortDef

glutton

Debugging

Headword:
γλίσχρων
Headword (normalized):
γλίσχρων
Headword (normalized/stripped):
γλισχρων
IDX:
6941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6945
Key:
gli/sxrwn

Data

{'content': 'γλίσχρων\n from γλίσχρος\n a niggard, Ar.', 'key': 'gli/sxrwn'}