Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιοπότις
γλοιός
γλουτός
γλυκαίνω
γλυκερόχρως
View word page
γλήνη
γλήνη deriv. uncertain the pupil of the eye, eyeball, Hom., Soph. because figures are reflected small in the pupil, a puppet, doll; as a taunt, ἔρρε, κακὴ γλήνη away, slight girl, Il.

ShortDef

the pupil

Debugging

Headword:
γλήνη
Headword (normalized):
γλήνη
Headword (normalized/stripped):
γληνη
IDX:
6937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6941
Key:
glh/nh

Data

{'content': 'γλήνη\n deriv. uncertain\n the pupil of the eye, eyeball, Hom., Soph.\n because figures are reflected small in the pupil, a puppet, doll; as a taunt, ἔρρε, κακὴ γλήνη away, slight girl, Il.', 'key': 'glh/nh'}