Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιοπότις
γλοιός
View word page
γλάφω
γλάφω from γλαφυρός to scrape up the ground, of a lion, Hes.

ShortDef

to scrape up

Debugging

Headword:
γλάφω
Headword (normalized):
γλάφω
Headword (normalized/stripped):
γλαφω
IDX:
6934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6938
Key:
gla/fw

Data

{'content': 'γλάφω\n from γλαφυρός\n to scrape up the ground, of a lion, Hes.', 'key': 'gla/fw'}