Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γλαγοπήξ
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
γλίσχρων
γλίχομαι
γλοιοπότις
View word page
γλαφυρός
γλαφυρός γλάφω hollow, hollowed, of ships, Hom.; of caves, Hom.; of the lyre, Od.; γλ. λιμήν a deep harbour or cove, Od. polished, finished: of persons, subtle, critical, nice, exact, Ar.:—adv. -ρῶς, and neut. as adv., Luc.

ShortDef

hollow, hollowed

Debugging

Headword:
γλαφυρός
Headword (normalized):
γλαφυρός
Headword (normalized/stripped):
γλαφυρος
IDX:
6933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6937
Key:
glafuro/s

Data

{'content': 'γλαφυρός\n γλάφω\n hollow, hollowed, of ships, Hom.; of caves, Hom.; of the lyre, Od.; γλ. λιμήν a deep harbour or cove, Od.\n polished, finished: of persons, subtle, critical, nice, exact, Ar.:—adv. -ρῶς, and neut. as adv., Luc.', 'key': 'glafuro/s'}