Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
γλαγοπήξ
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλίσχρος
View word page
γλαυκῶπις
γλαυκῶπις γλαυκός, ὤψ in Hom. as epith. of Athena, with gleaming eyes, brighteyed; v. γλαυκός.
ShortDef
with gleaming eyes, brighteyed
Debugging
Headword:
γλαυκῶπις
Headword (normalized):
γλαυκῶπις
Headword (normalized/stripped):
γλαυκωπις
IDX:
6930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6934
Key:
glaukw=pis
Data
{'content': 'γλαυκῶπις\n γλαυκός, ὤψ\n in Hom. as epith. of Athena, with gleaming eyes, brighteyed; v. γλαυκός.', 'key': 'glaukw=pis'}