Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
γλαγοπήξ
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
γλῆνος
View word page
γλαυκόμματος
γλαυκόμματος ὄμμα gray-eyed, Plat.

ShortDef

gray-eyed

Debugging

Headword:
γλαυκόμματος
Headword (normalized):
γλαυκόμματος
Headword (normalized/stripped):
γλαυκομματος
IDX:
6928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6932
Key:
glauko/mmatos

Data

{'content': 'γλαυκόμματος\n ὄμμα\n gray-eyed, Plat.', 'key': 'glauko/mmatos'}