Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Γίγας
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
γλαγοπήξ
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαύξ
γλαφυρία
γλαφυρός
γλάφω
γλευκοπότης
γλεῦκος
γλήνη
View word page
γλαυκιάω
γλαυκιάω only in Epic part. γλαυκιόων. glaring fiercely, of a lion, Il.

ShortDef

glaring fiercely

Debugging

Headword:
γλαυκιάω
Headword (normalized):
γλαυκιάω
Headword (normalized/stripped):
γλαυκιαω
IDX:
6927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6931
Key:
glaukia/w

Data

{'content': 'γλαυκιάω\n only in Epic part. γλαυκιόων.\n glaring fiercely, of a lion, Il.', 'key': 'glaukia/w'}