Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
Γίγας
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
γλαγοπήξ
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
View word page
γίγαρτον
γίγαρτον a grape-stone, Simon.: in pl. grapes, Ar.

ShortDef

a grape-stone

Debugging

Headword:
γίγαρτον
Headword (normalized):
γίγαρτον
Headword (normalized/stripped):
γιγαρτον
IDX:
6916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6920
Key:
gi/garton

Data

{'content': 'γίγαρτον\n a grape-stone, Simon.: in pl. grapes, Ar.', 'key': 'gi/garton'}