Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
Γίγας
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
γλαγοπήξ
γλάγος
View word page
Γιγαντολέτης
Γιγαντολέτης γίγας, ὄλλυμι giant-killer, Anth.

ShortDef

giant-killer

Debugging

Headword:
Γιγαντολέτης
Headword (normalized):
γιγαντολέτης
Headword (normalized/stripped):
γιγαντολετης
IDX:
6914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6918
Key:
*gigantole/ths

Data

{'content': 'Γιγαντολέτης\n γίγας, ὄλλυμι\n giant-killer, Anth.', 'key': '*gigantole/ths'}