Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
Γίγας
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
γλαγοπήξ
View word page
Γιγάντειος
Γιγάντειος γίγας gigantic, Luc.
ShortDef
gigantic
Debugging
Headword:
Γιγάντειος
Headword (normalized):
γιγάντειος
Headword (normalized/stripped):
γιγαντειος
IDX:
6913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6917
Key:
*giga/nteios
Data
{'content': 'Γιγάντειος\n γίγας\n gigantic, Luc.', 'key': '*giga/nteios'}