Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
Γίγας
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλαγάω
γλαγερός
View word page
γήτειον
γήτειον Attic for γήθυον, a leek, Ar.

ShortDef

a leek

Debugging

Headword:
γήτειον
Headword (normalized):
γήτειον
Headword (normalized/stripped):
γητειον
IDX:
6912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6916
Key:
gh/teion

Data

{'content': 'γήτειον\n Attic for γήθυον, a leek, Ar.', 'key': 'gh/teion'}