Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
Γίγας
γίγγλυμος
γίγνομαι
View word page
Γηρυόνης
Γηρυόνης γηρύω the three-bodied giant Geryon, i. e. the shouter, Pind.

ShortDef

Geryon

Debugging

Headword:
Γηρυόνης
Headword (normalized):
γηρυόνης
Headword (normalized/stripped):
γηρυονης
IDX:
6909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6913
Key:
*ghruo/nhs

Data

{'content': 'Γηρυόνης\n γηρύω\n the three-bodied giant Geryon, i. e. the shouter, Pind.', 'key': '*ghruo/nhs'}