Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
Γίγας
View word page
γηρύγονος
γηρύγονος γενέσθαι born of sound, of echo, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γηρύγονος
Headword (normalized):
γηρύγονος
Headword (normalized/stripped):
γηρυγονος
IDX:
6907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6911
Key:
ghrugo/nh
Data
{'content': 'γηρύγονος\n γενέσθαι\n born of sound, of echo, Theocr.', 'key': 'ghrugo/nh'}