Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
View word page
γηροτροφέω
γηροτροφέω = γηροβοσκέω, Plat. from γηροτρόφος fut. mid. in pass. sense, Dem.

ShortDef

to feed or cherish in old age

Debugging

Headword:
γηροτροφέω
Headword (normalized):
γηροτροφέω
Headword (normalized/stripped):
γηροτροφεω
IDX:
6906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6910
Key:
ghrotrofe/w

Data

{'content': 'γηροτροφέω\n = γηροβοσκέω, Plat.\n from γηροτρόφος\n fut. mid. in pass. sense, Dem.', 'key': 'ghrotrofe/w'}