Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
Γιγαντοφόνος
View word page
γηροκόμος
γηροκόμος κομέω tending old age, Hes.
ShortDef
tending old age
Debugging
Headword:
γηροκόμος
Headword (normalized):
γηροκόμος
Headword (normalized/stripped):
γηροκομος
IDX:
6905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6909
Key:
ghroko/mos
Data
{'content': 'γηροκόμος\n κομέω\n tending old age, Hes.', 'key': 'ghroko/mos'}