Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
Γιγάντειος
Γιγαντολέτης
View word page
γηροκομία
γηροκομία = γηροβοσκία from γηροκόμος care of the aged,Plut.

ShortDef

care of the aged

Debugging

Headword:
γηροκομία
Headword (normalized):
γηροκομία
Headword (normalized/stripped):
γηροκομια
IDX:
6904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6908
Key:
ghrokomi/a

Data

{'content': 'γηροκομία\n = γηροβοσκία\n from γηροκόμος\n care of the aged,Plut.', 'key': 'ghrokomi/a'}