Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήτειον
View word page
γηροβοσκέω
γηροβοσκέω from γηροβοσκός to feed or tend in old age, Eur.: —Pass. to be so cherished, Ar.
ShortDef
to feed
Debugging
Headword:
γηροβοσκέω
Headword (normalized):
γηροβοσκέω
Headword (normalized/stripped):
γηροβοσκεω
IDX:
6902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6906
Key:
ghroboske/w
Data
{'content': 'γηροβοσκέω\n from γηροβοσκός\n to feed or tend in old age, Eur.: —Pass. to be so cherished, Ar.', 'key': 'ghroboske/w'}