Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
View word page
γῆρας
γῆρας γέρων old age, Lat. senectus, Hom., etc.

ShortDef

old age

Debugging

Headword:
γῆρας
Headword (normalized):
γῆρας
Headword (normalized/stripped):
γηρας
IDX:
6901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6905
Key:
gh=ras

Data

{'content': 'γῆρας\n γέρων\n old age, Lat. senectus, Hom., etc.', 'key': 'gh=ras'}