Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
Γηρυόνης
View word page
γηραιός
γηραιός γῆρας longer form of γεραιός, aged, in old age, Hes., Hdt., Aesch.

ShortDef

aged, in old age

Debugging

Headword:
γηραιός
Headword (normalized):
γηραιός
Headword (normalized/stripped):
γηραιος
IDX:
6899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6903
Key:
ghraio/s

Data

{'content': 'γηραιός\n γῆρας\n longer form of γεραιός, aged, in old age, Hes., Hdt., Aesch.', 'key': 'ghraio/s'}