Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηρύγονος
γήρυμα
View word page
γηπετής
γηπετής πίπτω falling or fallen to earth, Eur.

ShortDef

falling

Debugging

Headword:
γηπετής
Headword (normalized):
γηπετής
Headword (normalized/stripped):
γηπετης
IDX:
6898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6902
Key:
ghpeth/s

Data

{'content': 'γηπετής\n πίπτω\n falling or fallen to earth, Eur.', 'key': 'ghpeth/s'}