Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθωσύνη
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγα-κτιμένη
ἀγάλακτος
View word page
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιέω to do good, NTest.; ἀγ. τινά to do good to, NTest. to do well, act rightly, NTest.
ShortDef
to do good
Debugging
Headword:
ἀγαθοποιέω
Headword (normalized):
ἀγαθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθοποιεω
IDX:
69
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n69
Key:
a)gaqopoie/w
Data
{'content': 'ἀγαθοποιέω\n to do good, NTest.; ἀγ. τινά to do good to, NTest.\n to do well, act rightly, NTest.', 'key': 'a)gaqopoie/w'}