Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γηγενής
γήδιον
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
γῆρας
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομία
γηροκόμος
View word page
γηοχέω
γηοχέω γῆ, ἔχω to possess land, Hdt.

ShortDef

to possess land

Debugging

Headword:
γηοχέω
Headword (normalized):
γηοχέω
Headword (normalized/stripped):
γηοχεω
IDX:
6895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6899
Key:
ghoxe/w

Data

{'content': 'γηοχέω\n γῆ, ἔχω\n to possess land, Hdt.', 'key': 'ghoxe/w'}