Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
γεωτόμος
γηγενής
γήδιον
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
γήπεδον
γηπετής
γηραιός
γηράσκω
View word page
γηθόσυνος
γηθόσυνος γηθέω joyful, glad at a thing, c. dat., Il.; absol., Il.
ShortDef
joyful, glad at
Debugging
Headword:
γηθόσυνος
Headword (normalized):
γηθόσυνος
Headword (normalized/stripped):
γηθοσυνος
IDX:
6890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6894
Key:
ghqo/sunos
Data
{'content': 'γηθόσυνος\n γηθέω\n joyful, glad at a thing, c. dat., Il.; absol., Il.', 'key': 'ghqo/sunos'}