Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
γεωτόμος
γηγενής
γήδιον
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
γηοχέω
γῆ
View word page
γήδιον
γήδιον Dim. of γῆ a piece of land, Ar., Xen.
ShortDef
a piece of land
Debugging
Headword:
γήδιον
Headword (normalized):
γήδιον
Headword (normalized/stripped):
γηδιον
IDX:
6886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6890
Key:
gh/dion
Data
{'content': 'γήδιον\n Dim. of γῆ\n a piece of land, Ar., Xen.', 'key': 'gh/dion'}