Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
γεωτόμος
γηγενής
γήδιον
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
γήλοφος
γημόρος
View word page
γεωτόμος
γεωτόμος γῆ, τέμνω cutting the ground, ploughing, Anth.

ShortDef

cutting the ground, ploughing

Debugging

Headword:
γεωτόμος
Headword (normalized):
γεωτόμος
Headword (normalized/stripped):
γεωτομος
IDX:
6884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6888
Key:
gewto/mos

Data

{'content': 'γεωτόμος\n γῆ, τέμνω\n cutting the ground, ploughing, Anth.', 'key': 'gewto/mos'}