Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
γεωτόμος
γηγενής
γήδιον
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήϊνος
γηΐτης
View word page
γεωρυχέω
γεωρυχέω from γεωρύχος to dig in the earth, dig a mine, Hdt.

ShortDef

to dig in the earth, dig a mine

Debugging

Headword:
γεωρυχέω
Headword (normalized):
γεωρυχέω
Headword (normalized/stripped):
γεωρυχεω
IDX:
6882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6886
Key:
gewruxe/w

Data

{'content': 'γεωρυχέω\n from γεωρύχος\n to dig in the earth, dig a mine, Hdt.', 'key': 'gewruxe/w'}