Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρία
γεωμετρικός
γεωμορία
γεωπείνης
γεωπονέω
γεωπόνος
γεωργέω
γεωργία
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωρύχος
γεωτόμος
γηγενής
γήδιον
γῆθεν
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
View word page
γεωργικός
γεωργικός from γεωργός of or for tillage, agricultural, Ar.; ὁ γ. λέως the country folk, Ar.:— ἡ γ. (sc. τέχνη), agriculture, farming, Plat. skilled in farming; and as Subst. a good farmer, Plat.

ShortDef

agricultural, of farming, skilled in farming

Debugging

Headword:
γεωργικός
Headword (normalized):
γεωργικός
Headword (normalized/stripped):
γεωργικος
IDX:
6880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6884
Key:
gewrgiko/s

Data

{'content': 'γεωργικός\n from γεωργός\n of or for tillage, agricultural, Ar.; ὁ γ. λέως the country folk, Ar.:— ἡ γ. (sc. τέχνη), agriculture, farming, Plat.\n skilled in farming; and as Subst. a good farmer, Plat.', 'key': 'gewrgiko/s'}